- αποκρισιαρίκιον
- ἀποκρισιαρίκιον, το (Μ)1. αποστολή αντιπροσώπων ή ανταλλαγή πρεσβευτών2. τα μέλη της αντιπροσωπείας, η αντιπροσωπεία3. τα μέλη της αντιπροσωπείας και τα δώρα που προσκομίζουν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.